- καζίνο(ν)
- το казино, игорный дом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καζίνο — το 1. χαρτοπαιχτική λέσχη, κυρίως σε μεγάλο εξοχικό κέντρο αναψυχής 2. κέντρο συγκεντρώσεων και διασκεδάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. casino, υποκορ. τής λ. casa «σπίτι»] … Dictionary of Greek
καζίνο — το (λ. ιταλ.), κέντρο εξοχικό με χαρτοπαιχτική λέσχη: Πολλά λεφτά χάνονται στα καζίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λας Βέγκας — (Las Vegas). Πόλη (478.434 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στην πολιτεία της Νεβάδα. Αποτελεί αξιόλογο κέντρο παραθερισμού και λουτροθεραπείας. Η πόλη αυτή είναι κυρίως γνωστή για τα πολυτελή κέντρα διασκέδασης και τα καζίνο της, καθώς τα τυχερά παιχνίδια … Dictionary of Greek
Μόντε Κάρλο — (Monte Carlo). Πόλη (9.948 κάτ.) του Μονακό, χτισμένη στη Κυανή Ακτή. To M.K. είναι κοσμοπολίτικη λουτρόπολη, που φημίζεται ιδιαίτερα για τα μεγάλα ξενοδοχεία του και, κυρίως, για το καζίνο του. Το καζίνο αυτό ιδρύθηκε το 1858. Πρώτος… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Αχίλλειο — I Ανάκτορο κοντά στο χωριό Γαστούρι της Κέρκυρας, που απέχει περίπου 10 χλμ. ανατολικά από την πρωτεύουσα του νησιού. Χτίστηκε το 1890 91 σε ρυθμό πομπηιανό από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Ραφαήλ Καρίτο ύστερα από παραγγελία της αυτοκράτειρας της… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Γκουερτσίνο, Τζοβάνι Φραντσέσκο Μπαρμπιέρι — (Giovanni Francesco Barbieri Guercino, Τσέντο, Φεράρα 1591 – Μπολόνια 1666). Ιταλός ζωγράφος. Στη διαμόρφωσή του επέδρασε ο Λουντοβίκο Καράτσι, που χρησιμοποιούσε ισχυρές φωτοσκιάσεις για να τονίζει τα νατουραλιστικά έργα του, προαγγέλλοντας το… … Dictionary of Greek
Γουάιλντερ, Μπίλι — (Billy Wilder, Βιέννη 1906 – Καλιφόρνια 2002). Αυστριακός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, αλλά ασχολήθηκε αρχικά με τη δημοσιογραφία και μετά με το σενάριο. Από το 1929 έως … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek